Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Τα 9 αγαπημένα μου ποιήματα

Δύσκολο να καταγράψεις τα αγαπημένα σου ποιήματα. Πώς να βάλεις σε αριθμητική σειρά τα συναισθήματα που σου προκαλούν; Άλλωστε είναι και θέμα διάθεσης. Σήμερα βλέπεις όσα συμβαίνουν στη χώρα και σε εκφράζει περισσότερο ο επαναστάτης Βάρναλης, αύριο έχεις ερωτική διάθεση και ταυτίζεσαι με την Μυρτιώτισσα, την άλλη μέρα σε πιάνουν τάσεις φυγής και θες έναν Καββαδία για να «ταξιδέψεις». Όλα τελικά είναι ρευστά, «de gustibus non est disputandum». Ωστόσο , είναι κάποιοι στίχοι , που ανεξήγητα και αναίτια «καρφώνονται» στο μυαλό και «σημαδεύουν» την ψυχή σου και νιώθεις λες και γράφτηκαν , για να σου αποδείξουν την ομορφιά της ελληνικής γλώσσας. Αυτά λοιπόν είναι τα 9 αγαπημένα μου ποιήματα σε αντίστροφη μέτρηση:

animated flower

Νο 9 Κώστα Ουράνη ,Οι χίμαιρες της νιότης μου: Το ποίημα που «χάραξε» τα νεανικά μου χρόνια, μ’ έκανε να διαβάζω σαν τρελή Ουράνη και μέσα από αυτό να αγαπήσω την ποίηση. Παραθέτω το αγαπημένο μου απόσπασμα:

Ξέρω να βλέπω τη ζωή γαλήνια και ξέρω
Έξω απ τον ίδιο μου εαυτό ποτέ να μη ζητάω
Τίποτα κι ούτε να μισώ μα κι ούτε ν’ αγαπάω

Έτσι, δίχως να με κρατά τίποτε πλέον σκλάβο
Δίχως ελπίδα απατηλή και δίχως πόθο πλάνο
Είμαι έτοιμος πάσα στιγμή να ζήσω-ή να πεθάνω.



Νο 8 Μανόλη Αναγνωστάκη, Ποιητική: Διαχρονικό και επίκαιρο. Μου αρέσει εξίσου με το «Επιτύμβιον», αλλά το επέλεξα να βάλω ένα ποίημα από κάθε ποιητή.
Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.

-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.


Νο 7 Γεώργιου Βαφόπουλου, το Δάπεδο. Όταν το πρωτοδιάβασα, απλώς «έπαθα πλάκα». Ο Βαφόπουλος, ποιητής της Θεσσαλονίκης έχει ένα εντελώς ιδιαίτερο και πρωτότυπο ύφος.
Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
σ΄εναλλασσόμενη τάξη,
την επαφή των βημάτων μου δέχονται.
Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
παίζω σαν ένα παιδί,
προσπαθώντας μονάχα
στις λευκές να πατώ επιφάνειες.
Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.
Κάποτε χάνω του σώματος
την ισορροπία.
Κάποτε χάνω του πνεύματος τον υπολογισμό.
Και μπερδεύεται τότε
των βημάτων μου η τάξη.
Και πλανημένο το πέλμα μου,
παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.
Πρέπει πάλι ν’ αρχίσω
απ’ την αρχή το παιχνίδι.
Πρέπει ν’ ασκήσω το πνεύμα μου
στην τέλεια ακροβασία.
Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,
το αποσταμένο μου πνεύμα
περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα.
Και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος
περιστρέφεται μ’ ένταση.
Και των χρωμάτων συγχέεται
η εναλλασσόμενη τάξη.
Των αισθήσεων σύγχυση.
Κι όπως ένα παιδί,
που του χαλούν το παιχνίδι,
κι όπως ένα παιδί,
που η υπομονή του εξαντλείται,
τρέχω με πείσμα,
τσαλαπατώντας
του δαπέδου την τάξη.
Με το πέλμα σκουπίζω
τις γραμμές που χωρίζουν
τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.
Και ξαπλώνομαι χάμου,
με βουρκωμένο το πνεύμα μου,
και ραντίζω με δάκρυα
τη συντριμμένη μου πίστη.
Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση.
Όμως τώρα πια βλέπω
φανερά τι σημαίνει
του δαπέδου το γύρισμα.
Τώρα βλέπω το νόημα
της συνουσίας των χρωμάτων.




No 6 K.Π. Καβάφη,Μισή ώρα :Δεν είναι το καλύτερο του Καβάφη, θα μπορούσα να βάλω στη θέση του τους Βαρβάρους ή το Αιωνιότης, αλλά αυτό για κάποιο ακαθόριστο λόγο μ΄έχει αγγίξει περισσότερο.
Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.


Νο 5 Κικής Δημουλά, Εφόδιο τα τραύματα: Συγκλονιστική γυναικεία ευαισθησία στο διάλογο μάνας –κόρης. Ακολουθεί απόσπασμα:

Μάνα, τὴν παρακάλεσα, πήγαινε στὴ Θέτιδα
γνωρίζεστε ἐξ αἵματος μάνες κι οἱ δυὸ
ἐβγάζατε ἀπὸ πάνω σας καὶ ξεπετούσατε
στὸ χῶμα τὰ βραχιόλια καὶ τὰ δαχτυλίδια
καὶ ζήτα της τὸ ἀθάνατο περίσσευμα
ἀπ᾿ τὴ θνητή ἐπάλειψη τοῦ γιοῦ της
τοῦ Ἀχιλλέα.

Ὄχι μὲ ἀθανασία
μὲ βεβαιότητα νὰ μὲ ἐπικαλύψεις.
Μοῦ χίμηξε
τὶ ἀθανασία τὶ βεβαιότης εἶπε
ἐξίσου ἄτρωτες οὐσίες καὶ οἱ δυό.
Καὶ μάθε ἀκόμα
πὼς τὸ περίσσευμα ἀπ᾿ τὸ παλιό του λάθος
κανεὶς δὲν τὸ χαρίζει σὲ κανέναν.
Βαθιὰ
μὲς στὶς ἀμετανόητες προθέσεις του τὸ κρύβει
νὰ ἐπαλείψει ἀθάνατο
καὶ τὸ ἑπόμενο προσφιλές του λάθος.

Τὸ κυριότερο
- συνέχισε ἡ μάνα μου μιλώντας
μὲ οἶκτο χλευαστῆ -
παιδὶ μου πῶς θὰ ζήσεις χωρὶς τρωτὰ σημεῖα
χωρὶς τῆς ἀγωνίας τὰ ἐφόδια
τὶ προκοπὴ θὰ κάνει ἡ άντοχὴ σου
χωρὶς εἰσόδημα πικρίας
πῶς θ᾿ ἀναθρέψεις τὴν ἀπώλεια
πῶς θ᾿ ἀντικρίσεις τοὺς ἐχθρούς σου.
Οἱ ἐνοχὲς σου τὶ θ᾿ ἀπογίνουν
ὅταν τοὺς κόψεις τὴ διατροφή
θ᾿ ἁγιάσουνε ὡς φτωχὲς μετὰ ἀπὸ τόσα πλούτη;
Θ᾿ ἀπαρνηθεῖς τὴν ἥττα;
Ἡ ἥττα εἶναι παράδοση
μιλιέται ἀπὸ σῶμα σὲ σῶμα διαιωνίζεται.
Εἶδες ποτὲ κανένα ὄνειρο
μεταμοντέρνας νίκης νὰ διαρκεῖ;

Ἂν δὲν τρωθεῖς
ποῦ θὰ σὲ βρεῖ ἡ ἀγάπη.
Τὸ βέλος θὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν πληγὴ σου.


 
Νο 4 Οδυσσέα Ελύτη,Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας :Απίστευτα λυρικό και συγκινητικό, μ’ αρέσει γιατί οι λέξεις μοιάζουν να έχουν επιλεγεί μία μία με φροντίδα και ακρίβεια.


Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε…

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!



Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!



Νο 3 Νίκου Καββαδία,Υara Yara: Εδώ θα μπορούσα να βάλλω όλα τα ποιήματα του Καββαδία, γιατί όλα είναι μοναδικά και αξεπέραστα.

Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.
Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει μην το πεις αλλού σαν γάτα η λαμαρίνα
Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι.
Εγώ, και σ’ έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ’ το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
Έβενος, γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.

Νο 2 Γ.Ρίτσου, Η σονάτα του σεληνόφωτος:Μ’ αρέσει εξίσου με την «Ελένη» και γενικότερα όλα τα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης

Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, -δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να έρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να έρθω μαζί σου…..
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,
ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να έρθω μαζί σου

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να έρθω μαζί σου….


Νο 1 Γιώργου Σεφέρη, Ερωτικός λόγος :Είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα από έναν ποιητή που δεν είναι κατεξοχήν ερωτικός. Δεν ξέρω ποιο απόσπασμα να διαλέξω , γιατί όλο το ποίημα, αν και μακροσκελές είναι αριστούργημα!

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς


τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

 
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:


«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.


Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ’ αστέρια.


Την ακοή μου ως να ‘σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.


Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…»


Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.


…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…