Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Ὄνειρο καλοκαιρινοῦ μεσημεριοῦ (ἀπόσπασμα)

του Γιάννη Ρίτσου

 


Χτὲς βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά.
Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν,
καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ' τὸ προσκεφάλι τους
ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα
καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο.
Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν
χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους.
κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης.

Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι.

Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα.

Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι
κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.

Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά,
κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια
στὸ νοτισμένο χῶμα.
Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν.
Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.

Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες,
μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.
Ὁ κισσός

Του Ιωάννη Γρυπάρη

Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ᾿ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποὺ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.

Μυριόριζος μυριόκλωνος - ὁ πόνος ποὺ πονῶ,
στείρα ζωὴ βυζαίνει ἀπὸ τὸν τοῖχο
καὶ δὲν τοῦ παίρνει πνέοντας γλυκὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
ἕναν ἡ αὔρα ἢ στεναγμὸν ἢ χαρᾶς ἦχο.


Toὺς δρόμους του ἀπόσωσε τὸ Φῶς τοὺς μακρυνούς,
ὥρα καὶ θἄβγουνε τὰ νυχτοπούλια
καὶ ρόδα ἡ δύση ἁπλόχερα σκορπᾷ στοὺς οὐρανοὺς
καὶ στῶν βουνῶν τὶς κορυφὲς σκορπάει ζεμπούλια.

Καὶ φτάνουν στὰ φυλλώματα τοῦ πένθιμου κισσοῦ
κοπαδιαστοὶ οἱ σπουργῖτες νὰ κουρνιάσουν
κι ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἥλιου τοῦ χρυσοῦ
μὲς σ᾿ ἀτρικύμιστη ἀγκαλιὰ νὰ ξαποστάσουν.

Καὶ τὰ ξελαρυγγιάσματα σκορπίζουν τὰ στερνά,
τρελλά, ὡς ποὺ ὁ ὕπνος φτάνει καὶ τὰ πνίγει,
ἐνῷ ὡς τὶς ρίζες τοῦ κισσοῦ τὶς τρίσβαθες περνᾷ
μιὰ ἀνατριχίλα ἀπ᾿ τῆς ζωῆς τὴ μέθη ὀλίγη.

Φουντώνει ἡ νύχτα· κ᾿ ἔρχουνται τριγύρω μου μιὰ μία
κι ὅλες μαζὶ ἀπ᾿ ἀλάργου ἀρμενισμένες
σκιῶν σκιὲς οἱ ἀνάμνησες, στὴν ἄχαρή μου ἐρμιὰ
νὰ φέρουν ψεύτικια παρηγοριὰ οἱ θλιμμένες.

Μάταια! ζῇ ποτὲ ἡ ζωὴ μ᾿ ἀνάμνησες ποὺ ζῇ,
ποὺ θὰ ξυπνήση καὶ μ᾿ αὐτὲς θὰ γύρῃ,
ἐνῷ ὁλοτρόγυρα βροντᾷ ἡ μέθη ὅλη μαζὶ
ἀπ᾿ τῆς ζωῆς, ποῦ ζῇ, τὸ πανηγύρι;

Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ᾿ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποὺ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.

 

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Αλλού να μ’ αγαπάς

του Αχιλλέα Παράσχου

 

Δὲν θέλω νὰ μὲ ἀγαπᾷς ὡς ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι,
μ' ἀγάπην ὁμοιάζουσαν τῆς αὔρας τὰς ριπάς·
τὸ αἴσθημα τοῦ ἔρωτος στιγμὴν ὡς ἄνθος θάλλει,
ἐδῶ ὑπάρχει θάνατος· ἀλλοῦ νὰ μ' ἀγαπᾶς!

- Ἀλλοῦ; καὶ ποῦ νὰ σ' ἀγαπῶ; καὶ ποῦ δὲν εἶναι μνῆμα;
Ἐπάνω, κάτω, εἰς τὴν γῆν, τὰς σφαίρας τὰς λοιπάς;
Παντοῦ εὑρίσκεται, τὸ πᾶν θανάτου εἶναι κτῆμα·
παντοῦ ὑπάρχει θάνατος· ἐδῶ νὰ μ' ἀγαπᾷς...

- Ἐδῶ! Ἐδῶ! Πρὶν τὴν ζωὴν ὁ θάνατος μαράνῃ
καὶ φθινοπώρου πρὶν ἰδῇς ἡμέρας σκυθρωπάς·
ταχὺτερον ὁ ἔρως σου ὁ μέγας θ' ἀποθάνῃ·
πολὺ πρὶν παύσῃ ἡ ζωή, θὰ παύσῃς ν' ἀγαπᾷς...

- Ὅταν ἡ νύξ τὸν ἥλιον καλύπτει τῆς ἡμέρας
κ' ὑπὸ νεφέλας θάπτεται τὸ φῶς ἀγριωπά,
μυρίους βλέπει σχίζοντας τὰ σκότη της ἀστέρας...
Ἔρως καὶ φῶς εἶναι παντοῦ· παντοῦ νὰ μ' ἀγαπᾷς!

- Κόρον καὶ λήθην ἡ ψυχὴ πρὶν ἢ ἐκπνέυσῃ πνέει
καὶ τῆς ἀγάπης ἡ στιγμὴ πολλὰς ἔχει τροπάς·
τοῦ μακροτέρου ἔρωτος βραδύτερον ἐκπνέει
κ' ἡ βραχυτέρα ὕπαρξις· ἐδῶ νὰ μ' ἀγαπᾷς!

- Κ' ἐδῶ, κ' ἐδῶ θὰ σ' ἀγαπῶ κ' ὑπὸ τὴν γῆν κ' ἐπάνω,
καὶ εἰς θανάτου ἔρεβος κ' εἰς βίου ἀστραπάς·
δὲν εἶναι χῶμα ἡ ψυχή· ποτὲ δὲν θ' ἀποθάνω·
- Εἶναι ζωὴ κι' ὁ θάνατος ὁπόταν ἀγαπᾷς! -

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

ΕΡΗΜΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ -
 του ΜΑΝΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ


Έρημοι σταθμοί σιδηροδρόμων
δίπλα οι σκουριασμένες οι γραμμές
μοιάζουν με τις νύχτες κάποιων πόνων
στων ερώτων τις διαδρομές.

Έρημοι σταθμοί σαν τα τραγούδια
που δεν τα τραγούδησε κανείς
σαν στενά παπούτσια και κοστούμια
μιας ζωής που εσύ καταφρονείς.

Κάτω απ το υπόστεγο βαγόνια
δίχως μνήμη, δίχως εποχές
Μοιάζουν με τα αμίλητα σεντόνια
που κορμιά σκεπάσαν και ψυχές.

Έρημοι σταθμοί μέσα στ αγκάθια
-συναντήσεις κι αποχωρισμοί
-σε θυμάμαι απ τα σπασμένα τζάμια
να φωτογραφίζεις τη σιωπή.
ΔΥΟ ΜΑΥΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ
 του ΜΑΝΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ


Μόνο μια κάμαρα να βλέπει βορινά
στην άκρη ένα κρεβάτι σιδερένιο
ένα τραπέζι μια καρέκλα στην γωνιά
κάτω απ' το κέντημα με τον εσταυρωμένο

Δυο μαύρα βότσαλα μεγάλα να κρατούν
τα φύλλα στο γαλάζιο παραθύρι
όλα να δίνουν και ποτέ να μη ζητούν
με τους αθάνατους να ζεις εκεί που ζουν
και τα θαλασσινά λουλούδια στο ποτήρι

Τα νέα του κόσμου θα 'ρχονται αργά
θα 'χεις μια ρίζα ελιάς και το κηπάκι
ένα πουλί κάθε πρωί θα σ' ευλογά
θα 'χεις τη χάρη αυτών που ζήσανε μονάχοι

Δυο μαύρα βότσαλα μεγάλα να κρατούν
τα φύλλα στο γαλάζιο παραθύρι
όλα να δίνουν και ποτέ να μη ζητούν
με τους αθάνατους να ζεις εκεί που ζουν
και τα θαλασσινά λουλούδια στο ποτήρι
ΜH ME ΦΟΒΑΣΑΙ  
του ΑΛΚΗ ΑΛΚΑΙΟΥ


Τρελαίνει τις πυξίδες τ’ ουρανού τ’ αγιάζι
κι ο κόσμος κατεβάζει τα ρολά
μου λες πως δεν μας παίρνει για πολλά
μα είμαι δίπλα σου καθώς βραδιάζει.

Σκιές και φώτα σ’ αυτοσχέδιο μπαλέτο
γέλια που σμίγουν μ’ αναφιλητά
στο χέρι μου ένα τσιγάρο σκέτο
που τη φωτιά σου μόνο αναζητά.

Μη με φοβάσαι, δωσ’ μου το χέρι
μαζί να ζήσουμε η νύχτα όσα φέρει
μη με φοβάσαι, δωσ’ μου το χέρι
είναι ο έρωτας το πιο γλυκό μαχαίρι.

Πάψε να ψάχνεις λόγο και σκοπό
σε ότι κάνω και σε ότι πω
ούτε που ξέρω γιατί σ’ αγαπώ
κι όμως μπορώ για σένα να κοπώ
και σαν τσιγάρο να καώ.

Τρελαίνει τις πυξίδες τ’ ουρανού τ’ αγιάζι
θολό ποτάμι ο κόσμος και κυλά
το ξέρω δεν με παίρνει για πολλά
μα είμαι δίπλα σου καθώς βραδιάζει.
Αργώ 
 του Άλκη Αλκαίου




Όλα τα βλέπω ρόδινα απόψε,
μέσα στου πυρετού μου την αχλή.
Γείρε στο πλάι μου παλιέ μου πόθε
και μέχρι να ‘ρθει η ανατολή,
λύσε τα φρένα τα σχοινιά μου κόψε.

Μες το μυαλό μου έγιναν κουβάρι,
όσα έζησα κι όσα έχω ονειρευτεί.
Του χρόνου όλα τα σβήνει το σφουγγάρι
κι εσύ Αργώ με χάρτινο πανί,
σε σκοτεινά νερά έχεις σαλπάρει.

Φεύγει η αγάπη φεύγει σαν αέρας,
στου δρόμου την πολύβουη ερημιά.
Μην ψάχνεις το χρυσόμαλλο το δέρας
Κολχίδα δεν υπάρχει τώρα πια ,
παιχνίδια είμαστε της κάθε μέρας.

Πάμε στον κόσμο υπέροχα μονάχοι,
μ’ ένα παλιό τραγούδι χαρωπό.
Το τραγουδάνε οι θαλασσομάχοι
και λέει στο γλυκό του τον σκοπό,
πως μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει.
Να με θυμάσαι
του Άλκη Αλκαίου




Σε βρήκα μόνο κάποια ατέλειωτη βραδιά,
στα μπαρ της λύπης να μιλάς μ’ ένα ποτήρι.
Εγώ γυρνούσα τρύπια τσέπη κι αγκαλιά,
και συ φιγούρα φιλμ νουάρ σε χαρακίρι.

Το χάλι μου έκανα ιπτάμενο χαλί,
για να πετάξουμε μαζί στα περασμένα.
Κι όταν μας βρήκε το πρωί μου ‘πες στ’ αυτί,
δεν έχω άλλον ουρανό έξω από σένα.

Να με θυμάσαι, να με θυμάσαι,
όταν κρυώνεις κι όταν φοβάσαι.
Να με θυμάσαι, να με θυμάσαι,
όταν πονάς και δεν κοιμάσαι.

Σε βρήκα πάλι ένα απόγευμα ζεστό,
στου σινεμά το φουαγιέ να τριγυρίζεις.
Μες στον καπνό πέταξα ένα σ’ αγαπώ,
κι εσύ αμίλητος να κλαις και να καπνίζεις.

Τώρα χαμένη στων ονείρων μου το χάρτη,
όλο ρωτώ πως τα ‘φερε έτσι η ζωή.
Αυτοί που φύγανε να με καλούν σε πάρτι,
κι αυτοί που ζούνε να μου λείπουν πιο πολύ.
Παλίρροια 
του Άλκη Αλκαίου


Η γη μια σβούρα στ' ουρανού τα πλάτη
γυρίζει στον αρχέγονο χορό
σπασμένη η πυξίδα μου καιρό
κι εγώ αφήνομαι στου ζέφυρου την πλάτη

Σ' ένα πατάρι πελαγοδρομώ
δεν είναι η μοναξιά που με πειράζει
τις Συμπληγάδες του καπνού περνώ
να ζαλιστώ με κάποια που σου μοιάζει

Στο ξόδεμα τη λύτρωση ζητώ
σε δρόμους που τρελαίνεται το αίμα
Λέω τη νύχτα μέρα και το πικρό γλυκό
πυξίδα μου ένα χαμένο βλέμμα

Παίζει τραγούδια με παράφορα φεγγάρια
ζούμε στο ψέμα όπως στο νερό τα ψάρια
μηνύματα μη στέλνεις λυπημένα
αύριο θα δεις πως μας κερδίζουν τα χαμένα

Μου λες να βάλω τη ζωή μου σε μια τάξη
μα ποιος στ' αλήθεια ορίζει την τροχιά του
η αταξία είναι τ' ουρανού η τάξη
κι εγώ ανασταίνομαι στο γύρο του θανάτου

Στο ξόδεμα τη λύτρωση ζητώ
σε δρόμους που τρελαίνεται το αίμα
Λέω τη νύχτα μέρα και το πικρό γλυκό
πυξίδα μου ένα χαμένο βλέμμα

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Περαστικές
του Κώστα Ουράνη
 
Μονέ, Γυναίκες στον κήπο

 
Γυνακες πο σς εδα σ᾿να τρανο
τ στιγμ ποκινοσε γι᾿ λλα μέρη·
γυνακες πο σς εδα σ᾿λλου χέρι
μ γέλιο ν περντε ετυχισμένο·
γυνακες, σ μπαλκόνια νκοιττε
στ κεν μ᾿ να βλέμμα ξεχασμένο,
π να πλοο σαλπαρισμένο
μ᾿ να μαντήλι ργ νχαιρεττε:
ν ξέρατε μ πόση νοσταλγία,
στ δειλιν τβροχερ κα κρύα,
σς ξαναφέρνω στν ναμνησή μου,
γυνακες, πο περάσατε μίαν ρα
π᾿ τη ζωή μου μέσα -κα πο τώρα
κραττε μου στ ξένα τν ψυχή μου!

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)
 
 του Οδυσσέα Ελύτη
 
 
 

ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ
ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ.
ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ

Ι


Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου
Στον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.
Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί
Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται
Ν' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια
Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο
Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.

Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ' αρνιέται
Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ' άστρα
Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ' ουρανού
Εξόν κι αν είναι τ' όνειρο που με ξανακοιτάζει
Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα
Έσπερε κάτω απ' την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου
Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.

II

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα

Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Όμως και πίσω απ' όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου

Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος

Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

III


Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο

Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος

Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα

Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά

Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα

Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε

Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη

Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή

Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος

Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα

Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

IV


Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά

Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν' ανοίγει.

Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά

Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

V


Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα
Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά

Η στεριά σκαμπανεβάζει

Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά

Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο.

Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα
Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια
Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο
Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής
Εκεί να γείρουμε το μέτωπο
Τ' αστραφτερά μας πράγματα να 'ναι κοντά
Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου
Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας
Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.

VI


Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά

Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα

Κρύα φωνή νεογέννητη

Που σμίγει από μακριά τη γειτονιά των βρύων.

Με χάδι από λιοτρόπι δε φοβάται
Το περιβόλι μήπως βγει στην άβυσσο
Χέρι με χέρι παν οι ερωτευμένοι
Όταν χτυπάνε οι καμπάνες του ήλιου.

Υγεία ηχώ φοράδα
Πέταλο και φτερό πλαγίας
Σύννεφο και χορτάρι αθέριστο
Γλαυκές οργιές ανέμου.

Λοξά τ' ανήλικα πουλιά
Παν να σημάνουν άνοιξη στα σύννεφα
Κι όσα η χαρά ποτές δεν ονομάτισε
Τώρα διψούν την ευτυχία του κόσμου.

Δίψα του κόσμου η αντρική στολή σου πάει
Θα πας να βρεις τη θηλυκή σου κοίτη
Αναποδογυρίζοντας ένα λιβάδι
Έναστρο που του φύγαν οι ανεμώνες.

VII


Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι

Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα

Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό

Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε

Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.

Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά
Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου
Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες
Στο λάδι της κατηφοριάς τ' αλόγατα βουλιάζουν
Τ' αλόγατα ονειρεύονται

Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες
Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί
Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ' αυτιά τους
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις
καβαλίνες τους.

Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει
Απ' τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο
Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά
Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά!

VIII


Έζησα τ' όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια
Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια
Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή
Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.

Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου
Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή
Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο
Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι
Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ' ουρανού.

Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου

Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα
Στην κορυφήν όπου προβάλλ' η αγάπη σου
Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστρα
Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.

Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια
Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι
Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη
Και ξέρουν ν' ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες
Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.
Χάραξα τ' όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

ΙΧ


Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό

Να στρώσει νυφικό το πέλαγος
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό.

Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά
Πλέανε πλάι στ' όνομά σου
Σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα
Κάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά

Σ' απανωτές σπιλιάδες γραίγου.

Μ' άσπρα τριανταφυλλαγκάθια
Έραβες φιόγκους προσμονής

Για τα μαλλιά των λόφων της αγάπης σου
Έλεγες: Η χτενίστρα του φωτός

Είναι πηγή στη γη που διασκεδάζει.

Κλέφτρα σαΐτα σκάνταλο του γέλιου
Ω εγγονούλα της γρια-λιακάδας

Μέσ' απ' τα δέντρα πείραζες τις ρίζες
Άνοιγες τα χωνάκια του νερού

Ραβδίζοντας της λησμονιάς τα τζίτζιφα.

Ή πάλι νύχτα μ' άσωτα βιολιά
Μέσα στους μισοχαλασμένους μύλους
Κρυφομιλούσες με μια μάγισσα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
Που ήταν το ίδιο το φεγγάρι.

Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί
Αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι.

Χ


Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο
Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
Αδερφάκι του σύννεφου!

Κοντά σου είδες ν' ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο
Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες
Τα πιο χρωματιστά

Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου
Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.

Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη

Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς

Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ' αγριοχαμόγελο

Σε μεγάλους χτύπους δέντρων

Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς
Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού
Εκεί που τ' άστρα προμηνούν τη θύελλα.

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο
Παντελονάκι αέρινο
Στήθος του βράχου κρίνο του νερού
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!

XI

ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ


Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μες στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ' ουρανού.
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας
Άγγελοι! Σία τα κουπιά
Ν' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!

Κάτω στη γη πως καμαρώνει το αρχοντολόι του περβολιού!
Όταν γυρίζει ο αλάδανος το αχτένιστο κεφάλι του
Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει

Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωπο
Με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά
Κι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμένον ώμο της!

-Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!

Τι μπάλες θαλασσιά γαρούφαλα ρίχνουν στο μόλο τα κανόνια σου
Πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου
Και πως λυγάς τις φοινικιές όταν τρελαίνεται ο γαρμπής
Και σούρνει άμμους και βότσαλα!

Περνάν οι ελπίδες μες στα μάτια της
Με βάρκες από σουπιοκόκαλο
Στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν
Πίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε!
-Αχ με τι βιόλες με τι πασχαλιές
Θα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια σου
Να όριζες άλλο ριζικό μου εμένα!

Δεν την αντέχω τη στεριά

Δε με βαστάνε οι νεραντζιές

Δώσε να πάω για τ' ανοιχτά με μπαλωθιές και σήμαντρα!

Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα

Κιόλας ακούω τραχιά φωνή ψηλά πάνω απ' τις ντάπιες

Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες

Χτυπάει χτυπάει κι αντρειεύεται

Στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια της
Αχ και προστάζει -δεν ακούς;-
Αχ και προστάζει: η Μπουμπουλίνα!

Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά
Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει!
-Ναι βρε κεφάλι αγύριστο
Ναι βρε ναυτάκι του περιβολιού
Στον ύπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα!

Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα

Μ' ένα σουγιά στο χέρι

Πάει το ναυτάκι του περιβολιού

Κόβει τα κίτρινα σκοινιά

Λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα

Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της

Μπαρούτι σκάει στα όνειρα

Λαμπρή στα φύκια τ' ουρανού!

XII


Μισοβουλιαγμένες βάρκες
Ξύλα που πρήζουνται με απόλαυση
Άνεμοι ξυπόλυτοι άνεμοι
Στα σοκάκια που κουφάθηκαν
Πέτρινοι κατήφοροι

Ο μουγκός ο τρελός
Η μισοχτισμένη ελπίδα.

Μεγάλα νέα καμπάνες

Στις αυλές άσπρες μπουγάδες

Στις παραλίες οι σκελετοί

Μπογιές κατράμι νέφτι
Ετοιμασίες της Παναγίας

Που για να γιορτάσει ελπίζει
Άσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες.

Κι εσύ στα πάνω περιβόλια

Κτήνος της αγριαχλαδιάς

Λιγνό άγουρο αγόρι

Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου

Να παίρνει μυρωδιά

Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά

Να σιγοκαίγεται απ' τις ορτανσίες.

XIII


Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιές
Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα
Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα
Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ' αλώνια
Που καμώνουνται τον γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα.

Οι ζωγραφιές του ανάστα ο Θεός
Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλα τους
Ο ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα μεσημέρια
Και τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μες στ' αυτιά των δέντρων.

Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία
Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό

Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια

Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια

Των βράχων φυσαρμόνικες

Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του κακού ψαρά

Ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου.

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας
Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ' εμείς.

XIV


Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.

Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας

Ήτανε πιο λευκή

απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας

Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές

Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά

Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας

λέγε μας τη ζωή.

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ' τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν

Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το 'χουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε

Είμαστε από καλή γενιά.

XV


Χύσε φωτιά στο λάδι
Και φωτιά στο στήθος

Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής
Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσας
Χορεύει για την άνοιξη

Κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια
Σκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμών
Τόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεται
Τα ρόδα του πετούν αγκάθια για τους χορτασμένους
Τα ρόδα του μυρίζουν αιωνιότητα
Τα ρόδα του κρύβουνε στις ίνες
Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση.

Χύσε φωτιά στο λάδι
Λόγχισε το βαρύ έγκυο νέφος
Όπου λουφάζει ο μόχτος της βροχής
Η αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται αντιλάμποντας
Τα παιδιά ξεχύνουνται στους κάμπους
Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια
Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του.

XVI


Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες

Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη

Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται

Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη

Που όλο παρακαλείς

Κι όλο δεν κατεβαίνει

Χρόνια και χρόνια

Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά
Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να 'ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

XVII


Έπαιξα με το χιόνι του Χελμού
Μαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνες
Έριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα θάλασσα
Έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη.

Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι

Και με του ήλιου τους χυμούς με θρέψατε

Σήμερα ονειρεύομαι για σας

Μάτια που να σας συντροφέψουν μ' ένα φως καλύτερο.

Μάτια για έναν περίπατο καλύτερο
Οι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σας
Ζωγραφιές ηράκλειες.
Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή
Δίχως ν' αστροπελεκιστεί απ' το θάνατο
Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα
Θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο
Και θα γεννηθεί

Εκείνος θα 'χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες
Μα θα είναι νέος

Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού
Που χύνεται από το πλευρό της μέρας
Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού
Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιά
Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη.

XVIII


Ψηλά μ' έναν πυρσό από στάχυα η λεβεντιά
Προχωρεί μες στα κύματα και τραγουδάει:

Ω παιδιά που με νιώθετε - πατριωτάκια του ήλιου

Με βέργες και παράξενα πουλιά στα χέρια

Με χλοερές καρδιές και μάτια καθαρά

Που ακούτε από τις παραλίες την ανατολή να βουίζει

Ζεσταίνοντας στην αγκαλιά σας ένα φως απέραντο

Από την άκρη τ' ουρανού ως το βάθος της καρδιάς

Με πείσμα πορφυρό - πατριωτάκια του ήλιου

Που λέτε: ο μόνος δρόμος είναι η ανατολή!

Της ελιάς και της συκιάς και του κυπαρισσιού

Των αμπελιών των ξεροπόταμων και των μεγάλων τρούλων

Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας

Ακούστε με είμαι από τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι

Που ν' αγαπάει μεμιάς να κόβει τα ολόκληρα όνειρα

Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών.

Η γη μιλάει κι ακούγεται απ' το ρίγος των ματιών.

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ

Ι

ΚΟΚΚΙΝΟ


Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας
Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού
Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα
Δέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γη
Χύνει μες στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα.

Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει
Το μάτι μου ανοιχτό πονάει στ' αγκάθια
Δεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια
Όσο το βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς.

Δώστε μου την ουλή του αμάραντου τα μάγια

Της κλώστρας κοπελιάς

Το «αντίο» το «έρχομαι» το «θα σου δώσω»

Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην υγεία του ήλιου

Ο κόσμος θα 'ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι

Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά.

Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας

Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς

Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου

Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.

II

ΠΡΑΣ1ΝΟ


Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά
Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου
Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα

Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα
Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων.

Κορίτσι μου έχω στην καρδιά μια χλόη ανέγγιχτη
Και μια βροχή νιογέννητο τριφύλλι
Μα ο καταρράχτης που δεν χίμηξε είναι πιο βαθιά
Πιο χαμηλά

Και θα χιμήξει σαν θηρίο μέρας στον Απρίλη σου
Όταν αγγίξω την πηγή κι όταν σε φάει ο ήλιος.

Χόρτο στρωτό κρεβάτι

Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή ανάσας καλωσόρισμα

Το κύμα της στεριάς είναι κι αυτό μεγάλο

Το άγγιγμα του κορμιού είναι κι αυτό βαθύ

Ο καιρός δεν είναι μάταιος στο γέλιο που σφαδάζει

Από την όρεξη να μπει στο πάθος τ' ουρανού.

Θα μπω απ' την πόρτα που ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται

Θα μιμηθώ του έφηβου αλόγου τη βραχνάδα

Θα δοκιμάσω τον σπασμό που σ' ανεβάζει ως τ' άστρα!

III

ΚΙΤΡΙΝΟ


Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές

Φωνές και χρώματα ηχερά

Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε...

Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος

Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν!

Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια...

Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ως πάνω
Με αλάργα ψάθα ρώγα κρεμεζιά νάζι από στάχυ
Λοξό με πεταλούδα στο δεξί βυζί το αντάρτικο

Τρεις τέσσερις δεκάξι ογδόντα ή εκατό
Παν και μαλώνουν τα παιδιά της γης της χορτοαρχόντισσας
Παν και φυσούν φούρκες φωτιάς με σάλπιγγες στ' αλώνια
Καίνε σανό λιώνουν φλουριά θυμιάζουνε με ανθόσκονη
Κρόκων τα στέρνα της στεριάς τόσο που τρέμει πια
Μαίνεται από καναρινιές ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτει
Βράζει με θειάφι στο γιαλό με καλαμιές στον κάμπο...

Κορίτσια μη! Με τι καρδιά να ορμήσουνε τ' αηδόνια!
Μη! Με τι σκίρτημα νερού να βγούνε οι περγκολιές!
Πως να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη
Κορίτσια πως να μαντευτεί απ' τα μάτια σας το φως!

IV

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝ1Α Στον Αντρέα Καμπά


Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου

Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει

Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!

Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές
Τη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!

V

ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ


Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό
απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας
απ' το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέρι
Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη
Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει.

Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει

Σώμα του πόντου δροσερό ή αγέρας

Γλόμπος του άπιαστου ονείρου η κρύα σαπουνόφουσκα

Της παρθενιάς σου η γεωγραφία που δε με μέλει

Κι ένα μεταξωτό για τσαλαπάτημα
Ένα καυκί καμπάνας γυάλινης για τους κουφούς

Που ντύνουν με φελλό την πιο βαριά τους κούκλα.

Η κούκλα μου είναι η κούκλα σου είναι η γαλαζούλα
Ολόγυμνη που διασκεδάζει τρυπημένη με άστρα
Και κάνει μπάνια στη νυχτιά και γαργαλάει τους γρύλους.

Μα μήτε η στάλα της Αυγής πιωμένη απ' το γλαυκό

Μήτε της πονηριάς του αηδονιού η ανάσταση

Μήτε της σβούρας ο ίλιγγος μήτε η λιγοθυμιά

Της ώρας που σκορπάει μες στο κενό τα πούπουλα

Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά.



VI

ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ


Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού
Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες
Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού
Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο
Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.

Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιές
Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν
Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα
Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς
Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο

Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία
Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου
Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά
Φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα
Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια.

Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί
Να πίνεται απ' το αίνιγμα της αγκαλιάς σου
Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή
Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.

VII

ΜΕΝΕΞΕΛΙ


Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός

Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του

Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.

Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας

Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες

Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς

Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια
Πέρα στο σέλας των πλωτών βουνών
Κι από το αχ του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα...

Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δέντρων της
Και μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά

Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της:

Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων

Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ουρανού

Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι

Μολόχες ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά

Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται.

Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό
Ήρεμη στέγη με την καμινάδα της
Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης!
Το Μονόγραμμα  (απόσπασμα)
του Οδυσσέα Ελύτη
 
Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για ‘σένα και για ‘μένα..
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για ‘σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πώς φιλάς, πώς λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.

Υποκατάστατο
της Κικής Δημουλά

 
Σκορπίζουν τῶν δακρύων οἱ μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη καὶ παρὸν ψάχνουν νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.
Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ πότε ἀπὸ κεῖνο τὸ εὐκρινὲς χαράκωμα ἡ λύπη πότε ἀπὸ ἀμυδρότερο.
Στρατηγικὴ νὰ δείξει τάχα ὅτι ἔρχονται ἐνισχύσεις.
Ἂς παραδοθεῖ. Ἔχει σχεδὸν ἐπικρατήσει ἡ φωτογραφία σου.
Ἐξαπλώθηκε ὅπου βρῆκε ἄμαχη ἐπιφάνεια ἀποδεκατισμένη αἴσθηση πρόθυμη γιὰ γαλήνη.
Ἀνεμίζει στῶν βλεμμάτων τὰ ὑψώματα ὄχι σὰν ἔθιμο ἀδρανὲς μελαγχολικὸ μὰ ὡς γενναῖος συκοφάντης τῆς ἀπώλειάς σου.
Μέρα τὴ μέρα πείθει πῶς τίποτα δὲν ἄλλαξε ὅτι ἤσουν πάντα ἔτσι, ἀπὸ χαρτὶ ἐκ γενετῆς φωτογραφία σὲ συνάντησα ἀνέκαθεν πὼς ἔτσι σ᾿ ἀγαποῦσα γυρολόγα ἀπὸ εἰκόνα σὲ ἀπεικόνιση κι ἀπὸ ἀπεικόνιση σὲ εἰκόνα σου ἀρκέστηκα.
Μνήμη καὶ παρὸν πρέπει νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.
Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ ἀμυδρὴ. Μαρτυρία ὑπέρ σου ἡ λύπη ἂς παραδοθεῖ.
Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμε εἶναι ἡ ἀπουσία μας.
Στροφή 
toυ Γιώργου Σεφέρη
Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι
ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.
Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,
ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,
ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη
τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Πατινάδα.

του Αργύρη Εφταλιώτη

 

Τώρα που η νύχτα πύκνωσε και γέρνει το φεγγάρι,
που ένα αγόρι ξαγρυπνάει για το χατήρι σου,
που το σκοτάδι η γης φορεί κι ο ουρανός τη χάρη,
έβγα, φεγγαροπρόσωπη, στο παραθύρι σου.

Έβγα και γλυκοπάτησε λουλούδια μαραμένα,
κι αν έχεις στάλα πονεσιά μες στην καρδούλα σου
λυπήσου με και δώστηνα σε χείλη διψασμένα,
ν' αναστηθώ σα λούλουδο με τη δροσούλα σου.

Η θάλασσα τη γης φυλάει και τις ιτιές τ' αγέρι,
κι' εγώ μονάχα δε φιλώ τα δυο χειλάκια σου.
Με χίλια αστέρια ο ουρανός, κι' εγώ χωρίς αστέρι.
Σκοτάδι η γη, κι' εγώ χωρίς τα δυο ματάκια σου.

Κατέβα και περπάτησε, νεράϊδα, μες τα σκότη,
και μίλησε μου, να θαρρώ πως αναστήθηκα.
Πέσμου τα λόγια τα γλυκά που πρωτολέει η νιότη,
κι ας απεθάνω ακούγοντας πως αγαπήθηκα.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Γράψε Λάθος

Η Κική Δημουλά στο πρωτοσέλιδο της "International Herald Tribune"!
Η Κική Δημουλά στο πρωτοσέλιδο της "International Herald Tribune''

της Κικής Δημουλά

Δεν φτάνει που ήσουν ερχομός θερμοκηπίων
ενόχλησες και την ορθογραφία μου.


Κατ' επανάληψη λες, μ' έπιασες να γράφω
συνδιαζω αντί για συνδυάζω που σημαίνει
συν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλο
τα δυό μαζί ενώνω-το ζω το αφήνουμε απ' έξω
για μετά, αν πετύχει ο συνδυασμός.


Δεν είναι λάθος φίλε μου.
Είναι μια πρόωρη ανάπτυξη αδυναμίας.
Δείξε μου εσύ ένα ύψιλον
που να κατάφερε ποτέ σωστά να μας ενώσει.
Συνδυασμοί πολλοί αλλά πόσοι γνώρισαν
τη ρηματική του ζω απεραντοσύνη.


Απ' τη σκοπιά του καθενός η ορθογραφία.
Πάρε παράδειγμα
τι κινητά που γράφεται το ψέμα.
Οταν εσύ το εξακοντίζεις προς τον άλλον
σωστά το γράφεις μέσα σου, θαρραλέα.
Ομως όταν εσύ το δέχεσαι κατάστηθα
τότε το γράφεις ψαίμα.
Ρωτάς από πού και ως πού
γράφω τη συμπόνοια με όμικρον γιώτα.


Ποιος ξέρει θα με παρέσυρε η άπνοια
ο ανοίκειος το ποίημα η οίηση
το κοιμητήριο η οικουμένη το οικτρόν
και η αοιδός επιθυμία
απ' την αρχή να ξαναγραφόταν ο κόσμος.


Εξάλλου σου θυμίζω η συμπόνοια
πρωτογράφτηκε λάθος από το Θεό.

"Επί Ασπαλάθων..."

του Γ. Σεφέρη


Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23.9.71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη, είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο του αδερφό του. Γι' αυτό και η τιμωρία του, καθώς και των άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμαζόταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. "Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρισκόταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ' ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα". (Πλ. Πολιτεία 616).


Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού." πάλι με την άνοιξη.  Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες το κόκκινο χώμα και οι ασπάλαθοι δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς. Απόμερα οι αρχαίες κολόνες,χορδές μιας άρπας που αντηχούν ακόμη... Γαλήνη -Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον; Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ,χαμένη στου μυαλού τ'αυλάκια. τ΄όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από κείνους τους καιρούς. Το βράδυ βρήκα την περικοπή: "τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει "τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο κουρέλι". Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του Ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος 31 του Μάρτη 1971