Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Η φυγή

του Γ. Βαφόπουλου

(Εις εμαυτόν)

Τη ζωή σου ξόδεψες, γυρεύοντας τον τρόπο,
που θα κάμεις και συ μιαν άσκοπη φυγή.
Συχνά αποφάσιζες πως η καινούργια αυγή
δεν έπρεπε να σ’ εύρει πια στον ίδιο τόπο.

Σε φλόγιζε ένας πυρετός να ξεπεράσεις
τα όρια της ασφυκτικής σου περιοχής.
Η πιθανότης μιας καινούργιας κατοχής
σου κέντριζε τα βήματα προς νέες εκτάσεις.

Έπαιρνες την απόφαση∙ όμως κατά βάθος
γι’ αναβολή ζητούσες κάποιαν αφορμή,
γιατί έβρισκες «τυχαία» την τελευταία στιγμή
να ’χεις στους υπολογισμούς σου κάποιο λάθος.

Δεν υποπτεύθηκες καθόλου πως αφότου
λυγίσουν την απόφασή σου δισταγμοί,
γύρω σου υψώνονται ανυπέρβλητοι φραγμοί,
που μες σ’ αυτούς πεθαίνει κι η ψυχή του «Ασώτου».

Έτσι για πάντα ματαιώθηκε η φυγή σου,
πέφτοντας απ' αναβολή σ’ αναβολή.
Είχες μείνει στο περιβάλλον σου πολύ
κι είχες τις έξεις αποκτήσει ενός μεθύσου.

Από τη συλλογή Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931)

Ο μεγάλος κώνος

του Γ. Βαφόπουλου

Ας δεχθούμε πως η δομή του κόσμου
είν’ ένας κώνος, που απ’ τη βάση ως την κορφή του
διατρέχεται από μια γραμμή σπειροειδή.

Ο άνθρωπος του οιδιπόδειου αινίγματος
ξεκινά την αυγή, πάνω στ’ αχνάρια της γραμμής,
με τα τέσσερα πόδια. Στα μισά του δρόμου
στυλώνεται στα δυο του, για να ιδεί κατάματα
τον ήλιο του λαμπρού μεσημεριού.
Και το βράδυ φθάνει στην κορφή του κώνου,
σέρνοντας τώρα το τρίτο του ποδάρι,
έτοιμος ν’ αντικρίσει τη μεγάλη δύση.

Αλλ’ έμεινε ατελής του αινίγματος η λύση.
Παραλείφθηκε η εκδοχή της τελευταίας
οριζοντιώσεως. Κι ακόμα η αλληγορία
του λίκνου και του φέρετρου, που ήσαν δεμένα
στις δυο άκρες της σπειροειδούς γραμμής του κώνου.

Ο κόσμος θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύβος,
σαν εκείνον του Καίσαρος, που «ερρίφθη» στον Ρουβίκωνα.
Κι ακόμα θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύκλος,
όμοιος με το αλώνι του Διγενή Ακρίτα.

Το σχήμα του στερνά ο καθείς ανακαλύπτει,
κατά τον κόσμο που στη φύση του ταιριάζει.

Είναι άνθρωποι τετράγωνοι, ίσιοι ή τεθλασμένοι,
που βολεύονται μέσα στο περίγραμμά τους.
Κι είναι άλλοι πρηνείς και πεπλατυσμένοι,
που αρκούνται «μετριοφρόνως» σε μια τάβλα.

Όμως, εγώ επιμένω στου μεγάλου κώνου
το πολυσήμαντο σχήμα, όπου σ’ έναν κύκλο
αλλεπαλλήλων ενιαυτών, τα βήματά μου
οδηγηθήκαν με περίσκεψη προς την κορφή του,
ανάμεσ’ απ’ άνθη, πέτρες και σκιές θανάτου.

Στέκομαι τώρα στο στερνό σκαλί της σπείρας
κι αναμετρώ τα στάδια της μακράς πορείας μου.
Θα ’ναι μάταιο το χέρι μου να υψώσω,
αφού δε βλέπω να μου απλώνεται άλλο χέρι.

Όσοι γνωρίζανε πως στην κορφή του κώνου
του υποχθονίου πυρός έχασκε ο αρχαίος κρατήρας,
ήδη μπορούνε να εξηγήσουν την προτίμησή μου
προς το υπερούσιο σχήμα του μεγάλου κώνου.

Καθώς πια δεν υπάρχει ανάληψη στους ουρανούς,
μου αρκεί το έσχατο πήδημα του Εμπεδοκλέους.

Από τη συλλογή Τα επιγενόμενα (1977)

Ερωτική ολονυκτία

του Γ. Βαφόπουλου

Η νύχτα απόψε το άρωμα της ηδονής σκορπάει ξανά
και μια ανεξήγητη χαρά στη σκοτεινιά της κλείνει.
Έλα, Μυρτάλη, ο έρωτας τρελός απόψε ξαγρυπνά
κι έξαλλος σπάει το τόξο του στη νυφική μας κλίνη.

Ράθυμα απόψε ξαγρυπνούν μαζί μας όλη τη νυχτιά
κι αντιχτυπιένται στου έρωτα τη ζάλη όλα τα ρόδα.
Έλα, Μυρτάλη, ας γίνει απόψε η κάμαρή μας μια πλατιά
του ωραίου θεού της ηδονής λαμπρότατη παγόδα.

Από τη συλλογή Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931)

Σταδιοδρομία

του Γ. Βαφόπουλου
Αφιερώνεται στους Νέους

Γιατί όταν ξεκινήσαμε δε βρέθηκε κανείς
στην αφροσύνη μας τη φρόνησή του ν’ αντιτάξει;
Ναι, ο σκοπός ήταν ψηλός κι η πρόθεση ευγενής,
μα εφύγαμε απροετοίμαστοι, με δίχως καμιά τάξη.

Τη γνώση τη θεωρούσαμε σαν πράγμα περιττό,
πεζή φροντίδα των κοινών και ταπεινών ανθρώπων.
Ο ενθουσιασμός μας ήτανε εφόδιον αρκετό
για τη λαμπρή κατάκτηση των νέων άγνωστων τόπων.

Χωρίς περίσκεψη, χωρίς αμφιβολία καμιά
για την ορθότητα του τολμηρού διαβήματός μας,
κινήσαμε προτείνοντας τ’ άλκιμα νέα κορμιά,
με την ανόητη φλόγα της αισιοδοξίας εντός μας.

Όταν επροχωρήσαμε πολύ κι ο δισταγμός,
παιδί της πείρας, άρχισε να κρούει το λογικό μας,
σκεφθήκαμε αν δεν ήτανε ο ύστατος ηρωισμός
ν’ αφήσουμε ανεκπλήρωτο το πλανερό όνειρό μας.

Με φόβο εκοιταχτήκαμε στα μάτια σιωπηλοί,
γυρίζοντας μ’ ανησυχία τα βλέμματά μας πίσω.
Αλίμονο, η αφετηρία μακριά ήτανε πολύ
και λέγαμε ο καθένας μας: «αργά είναι να γυρίσω».

Κριθήκαμε έτσι απ’ την αδυναμία μιας στιγμής,
άβουλοι, την ανάγκη κάμνοντας φιλοτιμία.
Το θεωρήσαμε οι δειλοί πια ζήτημα τιμής
αργά να μην αρχίσουμε μια νέα σταδιοδρομία.

Και τώρα; Στο μεταίχμιο του όνειρου και της ζωής,
μας απωθεί απ’ τη μια η ζωή και τ’ όνειρο απ’ την άλλη.
Απολωλότα πρόβατα, στρατιώτες αδαείς!
Δε μένει παρά το άδειο μας να σπάσουμε κεφάλι.

Από τη συλλογή Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931)