Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Φαντασία

του Γιάννη Σκαρίμπα



Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.

Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι’ αυτός ο άνεμος τρελλά, –τρελλά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

Kι’ όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.

Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου–
–καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,–
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Φάτα Μοργκάνα

του Νίκου Καββαδία

Προμετωπίδα του Τσαρούχη για το "Τραβέρσο"
 Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.

Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Σταρτόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στην Πύλη δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από την Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
και η τέταρτη είν' έν' αγόρι μ' ένα μάτι.

Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα, τιμόνια και προπέλες.

Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' την Καντόνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
και φυλλομετρά τον καζαμία.

Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στην κόλαση μπορντέλο.




  • Αυτό το ξέρατε;Η ονομασία Φάτα Μοργκάνα αποτελεί εξιταλισμένη απόδοση του μεσαιωνικού αγγλικού ονόματος Μόργκαν ή Μοργκάνα λε Φέι, της μάγισσας και ετεροθαλούς αδελφής του Βασιλιά Αρθούρου, των θρύλων του κύκλου του Αρθούρου και χρησιμοποιείται στη σικελική παράδοση για να υποδηλώσει ένα ιδιαίτερο είδος διπλού αντικατοπτρισμού, ένα οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται σε θερμοκρασιακή αναστροφή, όπου εκεί βρίσκεται το φανταστικό παλάτι της Φάτα Μοργκάνα. Τα αντικείμενα στον ορίζοντα, όπως νησιά, κρημνοί, πλοία ή παγόβουνα, εμφανίζονται σύνθετα, δηλαδή δύο είδωλα ίδιου αντικειμένου ενωμένα αντίστροφα κατά κορυφή.(πηγή Βικιπαίδεια)
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
       «Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει...»                                              ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
του Νίκου Καββαδία



Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τα αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα Kάμελ να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά,"καπνός κι αθάλη",
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.

  • Δείτε κι αυτό:http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1999/02/28021999.pdf
Απόψε αγάπησα τα μάτια μου

του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Απόψε αγάπησα τα μάτια μου
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη:
να 'ταν το φως, που μες στην κάμαρα,
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει.

Να 'ταν το ρόδο τ' απριλιάτικο,
που τό 'xα βάλει στη γωνία
να μην το δω να παραδίνεται
στη βραδυνή την αγωνία;

Nα 'ταν αλήθεια το τριαντάφυλλο
που ξεψυxούσε στο ποτήρι
- ή κάποιοι πόθοι που με παίδευαν
και που είxαν απομείνει στείροι;...

το ρόδo που 'σβηνε, το πάθος μου,
το παραθύρι, που δεν κλείνω,
ή μήπως επειδή σε κοίταξαν
τόσο πολύ το βράδυ εκείνο;...

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Α΄ Αθηναϊκή Σχολή (Ρομαντική σχολή Αθηνών)


  Κατά την περίοδο 1830-1880 στηνΑθήνα επικρατούν οι Φαναριώτες ποιητές που δρουν και γράφουν υπό την επίδραση του ρομαντισμού. Αντλούν την έμπνευσή τους από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό και  κύρια χαρακτηριστικά τους είναι
  • η χρήση αρχαϊζουσας γλώσσας,
  • η εμμονή σε συγκεκριμένα τοπία (νεκροταφεία , ερείπια,κ.τ.λ.) και μοτίβα (έρωτας, φεγγάρι,πατρίδα, κ.τ.λ.),
  • η αγάπη για το ηρωικό παρελθόν,
  • η ατημελησία της μορφής,
  • η έντονη απαισιοδοξία που ιδίως προς τα τελευταία χρόνια αγγίζει την πεισιθανάτια διάθεση , την έμμονη ιδέα του θανάτου.
   Κύριοι εκπρόσωποι του αθηναϊκού ρομαντισμού είναι:τα αδέρφια Παναγιώτης Σούτσος και
Αλέξανδρος Σούτσος , ο Αχιλλέας Παράσχος, οΑλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής , ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος , οΣπυρίδων Βασιλειάδης , ο Θεόδωρος Ορφανίδης , ο Γεώργιος Ζαλοκώστας , ο Ιωάννης Καρασούτσας, ο Ηλίας Τανταλίδης, ο Δημοσθένης Βαλαβάνης ,κ.α.

Ιάκωβος Ρίζος, Στην ταράτσα ή Αθηναϊκή βραδιά

  Ωστόσο, φαίνεται πως το ευρωπαϊκό ρεύμα του ρομαντισμού μεταφυτεύθηκε τόσο κακότεχνα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, που τότε είχε περισσότερη ανάγκη για αισιοδοξία, με αποτέλεσμα οι εκπρόσωποί του στην Ελλάδα να παρεκτρέπονται συχνά σε ένα πομπώδες ύφος , σε ρητορικές εξάρσεις και σε  υπερβολές μιας επίπλαστης απαισιοδοξίας, που σήμερα καταλήγει να είναι απωθητική.Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι από το ποίημα του Αχ. Παράσχου "Προτιμήσεις", όπου ο ποιητής περιγράφει πως θέλει την αγαπημένη του:

Θέλω ψυχήν ημιθανή, ψυχήν καταβληθείσαν,
το παν ιδούσαν και ουδέν μη έχουσαν να μάθη.
Καρδίαν αμαρτήσασαν, καρδίαν τεφρωθείσαν,
γνωρίζουσαν τι έπαθε, και ... θέλουσαν να πάθη!

Θέλω καρδίαν ζήσασαν ταχύτερον, πεσούσαν
να την εγείρω κι εις νεκράν ψυχήν να εμφυσήσω,
καρδίαν φθινοπωρινήν, ζωήν φυλλορροούσαν,
και πεπτωκότα άγγελον ποθώ να ελεήσω.

ή οι παρακάτω στίχοι από το ποίημα "Στιγμαί μελαγχολίας" του Δημ .Παπαρρηγόπουλου:
 
Πλανώμαι, όπως φάντασμα, ωχρός, μεμαραμμένος,
είναι ο γέλως μου πικρός και διακεκομμένος,
και είναι κοιμητήριον η κρύα μου καρδία,
και μόνον πένθους αντηχεί εντός μου αρμονία.

Και ο εντός μου θάνατος προς τον εκτός με αίρει,
δεσμός ακαταμάχητος προς τους νεκρούς με φέρει,
και λίβανος με φαίνεται το μύρον των ανθέων,
και σήμαντρον η μουσική επικηδείως κλαίον.

Ναι' αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν'
παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην.
Είναι καν αύτη των νεκρών σιωπηλόν μνημείον,
ουχί παντός αισθήματος ψυχρόν νεκροταφείον.
 


Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

"Πόλεμος" Παλαμά -Καβάφη

Αυτό το ξέρατε;



Την ίδια εποχή που στην Αθήνα έμφανίζονται και δρουν οι ποιητές που ανήκουν στη λεγόμενη "Νέα Αθηναϊκή Σχολή" ( 1880) ,ηγέτης της οποίας θεωρείται ο Κωστής Παλαμάς,
 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο ζει και εργάζεται ο Κωνσταντίνος Καβάφης,ποιητής με ένα εντελώς ιδιότυπο στυλ γραφής. Οι δύο κορυφαίοι ποιητές φαίνεται ότι δεν έτρεφαν και μεγάλη εκτίμηση ο ένας για τον άλλο. Από τη μια ο Παλαμάς απέφευγε να σχολιάζει το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή, ενώ όταν σε  συνέντευξή του πιέστηκε να εκφράσει τη γνώμη του για την ποίηση του Καβάφη ,απάντησε "Ε, όχι και ποιητής ο Καβάφης!Δεν ξέρω, ίσως να κάνω λάθος... Μάλλον για ρεπορτάζ μοιάζουν τα γραφτά του, λες και φροντίζει να μας δώσει ρεπορτάζ από τους αιώνες"..Αντιστοίχως , ο Καβάφης όταν ρωτήθηκε ποιον θεωρεί τον μεγαλύτερο ποιητή της Ελλάδας απάντησε:""ο Παλαμάς είναι ο δεύτερος ποιητής της Ελλάδας"αποφεύγοντας να πει ποιον θεωρεί πρώτο.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Από τα "Φωτερά σκοτάδια''

του Γεώργιου Δροσίνη


Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο
μα όσο ανεβαίνω...μόνος ν' ανεβαίνω
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα
που φαίνεται άστρο με του ηλιού τη χάρη
θέλω να δίνω φως, από τη φλόγα μου
κι ας είμαι ένα...ταπεινό λυχνάρι.
Να σε προσμένω

του Γεώργιου Δροσίνη

Πόλ Σεζάν

Για σενα εχω κοντα μου τ'αδειανο θρονι
και για τους δυο μας το ποτηρι γεμισμενο.

Ξυπνα τον ποθο η ωρα η βραδινη'
το ξερω πως δε θα'ρθεις_κι ομως σε προσμενω.

Η πορτα αν τριξει απ'τον αερα..ενα ξερο
κλαδι αν σαλεψει εξω στον κηπο..βημα ξενο
στο δρομο αν προσπερασει,λαχταρω..
Το ξερω πως δε θα'ρθεις_κι ομως σε προσμενω.

Νυχτωνει η μερα,κρυα κι ερημικη,
δακρυα σταλαζει το κερι μου τ'αναμμενο..
Και νιωθω μια χαρα μαρτυρικη:
Να ξερω πως θε θα΄ρθεις_ και να σε προσμενω.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

 

Περιμένοντας τους Bαρβάρους

του Κ.Π.Καβάφη

 

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.


—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.


—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

__

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.


https://docs.google.com/document/d/1wvOsYgwVO9vhlIu8-3a3ZtMDruZxW80dClTDyLBWpSI/edit
Καπνισμένο τσουκάλι (2)
(απόσπασμα)

του Γιάννη Ρίτσου



Λοιπον, δεν ειναι αναγκη να φωναξω για να με πιστεψουν,
να πουν:"οποιος φωναζει εχει δικιο".
Εμεις το δικιο τοχουμε μαζι μας, και το ξερουμε,
κι οσο σιγα κι αν σου μιλησω, ξερω πως θα με πιστεψεις-
συνηθισαμε στη σιγανη κουβεντα στα κρατητηρια, στις συνεδριασεις,
στη συνωμοτικη δουλεια της κατοχης,
συνηθισαμε στα μικρα σταρατα λογια, πανου απ' το φοβο,
και πανου απ' τον πονο,
ημερα, ωρα, συνθημα στις τρομερες μουγγες γωνιες της νυχτας,
στις διασταυρωσεις του χρονου, που μια στιγμη τις φωτιζε
ο προβολεας του μελλοντος-
βιαστικα λογια, μια μικρη περιληψη της ζωης, τα κυρια σημεια μοναχα,
γραμμενα στο κουτι των τσιγαρων, η σ' ενα τοσο δα χαρτι,
κρυμμενο στο παπουτσι, η στο στριφωμα του σακκακιου μας,
ενα μικρο χαρτι, σαν ενα μεγαλο γεφυρι, πανου απ' το θανατο
Καπνισμένο Τσουκάλι (απόσπασμα)

του Γιάννη Ρίτσου



Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη.
'Ετσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,
"Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα."
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

...έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.

ΕΣΤΙΑΔΕΣ


 του Ιωάννη Γρυπάρη

Εστιάδες: γυναίκες παρθένες επιφορτισμένες με το σπουδαίο καθήκον να διατηρούν άσβεστο το ιερό πυρ της θεάς Εστίας στη Ρώμη.

ΒΑΘΕΙΑ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν' ἀπ' τὴν Πολιτεία τὴν κοιμισμένη·
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μιὰ φωνή,
τρόμου φωνή−κι ὅλοι πετιοῦνται ἀλλαλιασμένοι.

«Ἔσβυσε ἡ ἄσβυστη φωτιά!» κι ὅλοι δρομοῦν φορὰ
τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ' ἐλπίδα πῶς μπορεῖ νἆν ψεύτρα ἡ συμφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.

Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάρῃασαν τὰ μνήματ' ἀραχνὰ
σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴν κρίση,
κ' ἐνῶ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνᾶ
μὴν τύχῃ τρέμουνε κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσῃ.

Μ' ἕνα πνιχτὸ μονόχνωτο ἀναφυλλητὸ σκυφτοὶ
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ Ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴν Πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτὴ
ἕνα τὰ μύρια γίνουνται μάτια νὰ ἰδοῦνε.

Καὶ βλέπουν: μὲ τῆς γνώριμης ἀρχαίας των ἀρετῆς
τὸ σχῆμα τ' ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ Βωμὸν ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἑστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.

Τὸ κρῖμα τοὺς ἐστάθηκε μιὰ ἄβουλη ἀναμελιὰ
κι ἀραθυμιὰ −σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, μιὰ πὄσβυσε, δὲν τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα ἢ πυροδότης.

Κι ὅσο κι ἂν μὲ τὶς φούχτες των σκορπίζουν στὰ μαλλιὰ
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ' ἔλπιση δὲν ἔχει μείνῃ.

Κ' εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία· ἐχτὸς
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλῃ
κάμῃ τὸ θᾶμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ' ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του κάτω στείλῃ.

Κι ἂν εἶν καὶ πέσῃ ἀπάνω τους, ἂς πέσῃ! ὅπως ζητᾷ
τὸ δίκιο κ' οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποῦ ἰδού τις, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴν ψυχὴ στὰ μάτια τους τὸν προσκαλοῦνε.
……………………………………………..
Τάχα τὸ θᾶμα κ' ἔγινε;−πές μου το νὰ σ' τὸ πῶ,
γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πὄσβυσεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόμα ζῇ καὶ ζένεται −μὲ τὸ σκοπό της!

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι


του Κώστα Ουράνη
Van Gogh

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω
καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,
θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος
θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.

Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ
θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη
μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!...»
Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».

Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,
θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,
θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!... Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»
Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.

Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει
πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,
νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει
συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».

Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.
Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου
καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες
ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,
καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην
θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Ἡ Ξανθούλα


του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
Μία καλοκαιρινή ημέρα του Fr. Weston Benson

«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα,γιατὶ μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.
Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου;
Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό;
Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου
δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;
Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...
Μὴ στὴν καρδούλα μου μὴ δὲ φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρὴ φωτιά;»
Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα ποὺ χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μὲς στὴν ψυχή,
τὴ ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στὰ χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.
Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στὴν τραχηλιά σου
τὴ φλόγα σὤσβυσα μὲ δυὸ φιλιά,
τὴν ὄψι ἐβύθισα μὲς στὰ μαλλιά σου,
στὸν κόρφο σου ἔστησα κρυφὴ φωλιά.
«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»
Χρονοδιάγραμμα
 
Του Τάσου Λειβαδίτη

Πάμπλο Πικάσο


Συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί, μιλούσαν για
το μέλλον μου. Αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι. Αλλά εγώ
ούτε τους πρόσεχα, ακούγοντας ένα πουλί έξω στο δέντρο.
Ίσως γι΄ αυτό το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν τόσο
αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Οἱ μοιραῖοι


του Κ.Βάρναλη

"Οι χαρτοπαίχτες" του Πολ Σεζάν


Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.

Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!

(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)

Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.

-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.

Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Ρόδου Μοσκοβόλημα


του Κωστή Παλαμά

Ἐφέτος ἄγρια μ᾿ ἔδειρεν ἡ βαρυχειμωνιὰ
ποὺ μ᾿ ἔπιασε χωρὶς φωτιὰ καὶ μ᾿ ηὗρε χωρὶς νιάτα,
κι ὥρα τὴν ὥρα πρόσμενα νὰ σωριαστῶ βαριὰ
στὴ χιονισμένη στράτα.

Μὰ χτὲς καθὼς μὲ θάρρεψε τὸ γέλιο τοῦ Μαρτιοῦ
καὶ τράβηξα νὰ ξαναβρῶ τ᾿ ἀρχαῖα τὰ μονοπάτια,
στὸ πρῶτο μοσκοβόλλημα ἑνὸς ρόδου μακρινοῦ
μοῦ δάκρυσαν τὰ μάτια.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Αυτοκίνητο
 
του Γιώργου Σεφέρη
 
Στη δημοσιά σαν αγκαλιά
 δίκλωνη ενός διαβήτη
του αγέρα δάχτυλα στη χήτη
και μίλια στην κοιλιά,

οι δυό μας φεύγαμε αδειανοί
βιτσιά για το ήπιο βλέμμα
φτιασίδι ο νους, φτιασίδι το αίμα
γυμνοί! γυμνοί!, γυμνοί!

...Σ' ένα κρεβάτι μ' αψηλό
κι' αλαφρύ προσκεφάλι
πως ξεγλυστρούσε αλάργα η ζάλη
σαν ψάρι στο γιαλό...

Στη δίκλωνη τη δημοσιά
φεύγαμε κορμιά μόνο
με τις καρδιές σε κάθε κλώνο
χώρια, ζερβά-δεξιά.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Ο Κήπος

της Κάκιας Παυλίδου


Pierre Auguste Renoir
Περνούσα αιώνες
έξω από τους φράχτες σου
φορώντας πολύχρωμα υφάσματα....

Εσύ σκυφτός σκάλιζες τον Κήπο...

Επέστρεφα για αιώνες
έξω από τους φράχτες σου
γυμνό κορμί, έτοιμο προς καλλιέργεια...

Εσύ σκυφτός πότιζες τον Κήπο...

Ξημέρωνα τις βόλτες μου αιώνες τώρα
έξω από τις Εποχές σου
υγρή περιπέτεια σταλίδας συναισθήματος..

Εσύ σκυφτός κλάδευες τον Κήπο....

Νύχτωνα τις ΣΚέψεις μου για αιώνες
έξω από το Σύνορό σου
προς Αφαιρετική Συλλογή των Άπιαστων Ιδεών....

Εσύ σκυφτός μύριζες λουλούδια....

Και μια μέρα
στιγμή, κουκκίδα στο τοπίο του Χρόνου
κατάλαβα....

Πέρασα ανοχύρωτη Ύπαρξη
δίχως ρούχα
δίχως κορμί
δίχως συναίσθημα
δίχως Ιδέες
μόνο Εγω, στην Καθαρή Μορφή μου.....
εκείνο το ατόφιο Υλικό
που συνθέτει τον Πυρήνα μου..

και γύρισες να με μυρίσεις.....
Οφειλή
 
 
του Τίτου Πατρίκιου

 




Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο,
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

«Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη»

 (απόσπασμα)
 
του Αργύρη Χιόνη



Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα
τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα κουτάλι του γλυκού...
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί
βαθιά πού κοιμούνται, ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.
Ο Τζουτζές              
του Αργύρη Χιόνη

 “The Poet and the King” by Howard Pyle


«Κάνε με να κλάψω» είπε ο βασιλιάς
«κάνε με να κλάψω» είπε και γέλαγε.
«Χάθηκε η μάχη, κάνε με να κλάψω»,
χάθηκε ο διάδοχος» είπε και γέλαγε.
«Ο εχθρός μου νίκησε, κάνε με να κλάψω,
χάνεται η χώρα μου» είπε και γέλαγε.
«Δύναμη στο κλάμα» είπε ο τζουτζές
«δεν έχω καμιά»» είπε και γέλαγε.
«Των δακρύων την τέχνη δεν μου τη διδάξανε,
δεν μου τη ζητήσανε» είπε και γέλαγε.
«Με διαταγή σου, έγινα χαρούμενος,
Ξέμαθα στον πόνο» είπε και γέλαγε.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε ο τζουτζές.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε ο βασιλιάς.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε και γέλαγε.
Καντάτα (απόσπασμα)

του Τάσου Λειβαδίτη

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,

ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια», πήρε

μια γυναίκα,

μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο, αντί να γδυθεί και να

επαναλάβει την αιώνια κίνηση,

γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει

να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,

«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα», οι άλλοι επ’ έξω

δόστου χτυπήματα στην πόρτα. Με τα πολλά

άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές – ακούς εκεί

διαστροφή

να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.

Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.

Κανείς δεν τον ξανάδε πια.

Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θαρθεί η αναπότρεπτη ώρα

μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,

πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθειά, την πιο

μεγάλη ερωτική πράξη

μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
Χέρια
 
του Αργύρη Χιόνη


Εικόνα
Auguste Rodin
Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή - το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα

Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις
 
του Τίτου Πατρίκιου
 

πίνακας του Εντβαρντ Μουνχ «Ηλιος» (1916)


 
 
 
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα' πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ' αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ' αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ' αναγνωρίσεις τ' άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρείς τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ο,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.
 


 απο το "Τέλος του καλοκαιριού".

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Ἡ λυπημένη


του Γιώργου Σεφέρη

Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς·

κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί·

κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό·

μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Ἐλπήνωρ

του Τάκη Σινόπουλου
                                                                                                             Ἐλπήνορ πῶς ἦλθες...
                                                                                                                       ΟΜΗΡΟΣ


Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα, τὰ μαῦρα κυ­παρίσσια,

τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο ἀπὸ τ' ἁλάτι καὶ τὸ φῶς,

τὰ κούφια βράχια, ὁ ἀδυσώπητος ἥλιος ἀπάνω,

καὶ μήτε κύλισμα νεροῦ μήτε πουλιοῦ φτερούγα,

μονάχα ἀπέραντη, ἀρυτίδωτη, πηχτὴ σιγή.



Ἦταν κάποιος ἀπὸ τὴ συνοδεία ποὺ τὸν ἀντίκρισε,

ὄχι ὁ πιὸ γέροντας: Κοιτᾶχτε, ὁ Ἐλπήνωρ πρέπει νά 'ναὶ ἐκεῖνος...

Ἐστρίψαμε τὰ μάτια γρήγορα. Παράξενο πῶς θυμηθή­καμε,

ἀφοῦ εἶχε ἡ μνήμη ξεραθεῖ σὰν ποταμιὰ τὸ καλοκαίρι.

Ἦταν αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ, πράγματι, στὰ μαῦρα κυπα­ρίσσια,

τυφλὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τοὺς στοχασμούς,

σκαλίζοντας τὴν ἄμμο μ' ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα.

Καὶ τότε τὸν ἐφώναξα μὲ μιὰ χαρούμενη φωνή: Ἐλπήνορα,

Ἐλπήνορα πῶς βρέθηκες ξάφνου σ' αὐτὴ τὴ χώρα;

εἶχες τελειώσει μὲ τὸ μαῦρο σίδερο μπηγμένο στὰ πλευρά,

τὸν περσινὸ χειμῶνα, κ' εἴδαμε στὰ χείλη σου τὸ αἷμα πηχτό,

καθὼς ἐστέγνωνε ἡ καρδιά σου δίπλα στοῦ σκαρμοῦ τὸ ξύλο.

Μ' ἕνα κουπὶ σπασμένο σὲ φυτέψαμε στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ,

ν' ἀκοῦς τ' ἀνέμου τὸ μουρμούρισμα τὸ ρόχθο τῆς θαλάσσης.

Τώρα πῶς εἶσαι τόσο ζωντανός; πῶς βρέθηκες σ' αὐ­τὴ τὴ χώρα

τυφλὸς ἀπὸ τὴν πίκρα καὶ τοὺς στοχασμούς;


Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Καὶ τότε πάλι ἐφώναξα

βαθιὰ τρομάζοντας: Ἐλπήνορα, πού 'χες λαγοῦ μαλλὶ

γιὰ φυλαχτάρι κρεμασμένο στὸ λαιμό σου, Ἐλπήνο­ρα,

χαμένε στὶς ἀπέραντες παράγραφους τῆς ἱστορίας,

ἐγὼ σὲ κράζω καὶ σὰ σπήλαιο ἀντιλαλοῦν τὰ στήθια μου

πῶς ἦρθες, φίλε ἀλλοτινέ, πῶς μπόρεσες

νὰ φτάσεις τὸ κατάμαυρο καράβι πού μᾶς φέρνει

περιπλανώμενους νεκροὺς κάτω ἀπ' τὸν ἥλιον, ἀποκρίσου.

ἂν ἡ καρδιά σου ἐπιθυμεῖ μαζί μας νά 'ρθεις, ἀποκρίσου.



Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Ξανάδεσε ἡ σιωπὴ τριγύρω.

 
Τὸ φῶς σκάβοντας ἀκατάπαυστα βαθούλωνε τὴ γῆ.

Ἡ θάλασσα, τὰ κυπαρίσσια, τ' ἀκρογιάλι, πετρωμένα

σ' ἀκινισία θανατερή. Καὶ μόνο αὐτός, ὁ Ἐλπήνωρ

ποὺ τὸν γυρεύαμε μὲ τόση ἐπιμονὴ μὲς στὰ παλιὰ χει­ρόγραφα

τυραννισμένος ἀπ' τὴν πίκρα της παντοτινῆς του μο­ναξιᾶς,

μὲ τὸν ἥλιο νὰ πέφτει στὰ κενὰ τῶν στοχασμῶν του,

σκαλίζοντας τυφλὸς τὴν ἄμμο μ' ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα,

σὰν ὅραμα ἔφευγε καὶ χάνονταν ἀργὰ
στὸν ἀδειανό, χωρὶς φτερά, χωρὶς ἠχώ, γαλάζιο αἰθέ­ρα.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Εγώ Ανήκω σε Σένα...

της Κάκιας Παυλίδου
 
 
Με ένα κλειδί κατοχής κλεμμένο από τον Καιόμενο Λύχνο


Κόβω τα νομίσματα της Ζωής μου στο Όνομά σου...
σου ανήκει η Σημαία μου
και ο Εθνικός μου Ύμνος...
Το αίμα που χύθηκε στους Πολέμους μου
και τα λάφυρα που κέρδισα
μαχόμενη τη Μοίρα...

Σε ερωτεύομαι
για να έχω μία Πατρίδα να ανήκω,
να μη γυρνώ Φυγάς
μέσα στα Ποιήματα...
να έχουν νόημα οι μάχες που δίνω...

κι εσύ μου λες
ανήκεις στον Εαυτό σου!..

Όμως, μάτια μου..

Όλοι φτιαγμένοι
απ' το ίδιο Κύτταρο...
Κανείς δεν ανήκει Κανενός...
Όλοι ανήκουν σε Όλους,

μα...

οι Ερωτευμένοι ανήκουν πιο πολύ
Ερωτικό

του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη


Καημός, αλήθεια , να περνώ του έρωτα , πάλι, το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει, στην καρδιά , το ξαναπέρασμά του.

Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί;  Γυρεύω πάντα το φιλί,
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί , που μου το τάξανε πολλοί,
Κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ , να μου το δώσει…

Ίσως,  μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας, πάλι, στο βυθό,
Και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε πάλι, ταίρι,
Αυτό τ’ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
Σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!»
Λορέντζος Μαβίλης
Σαν χθες,στις 28 Νοεμβρίου 1912 στο χωριό Δρίσκος, κοντά στα Γιάννενα, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή αντεπίθεση κατά των Γαριβαλδινών εθελοντών, που ήδη είχαν προχωρήσει πολύ. Ο Μαβίλης μάχεται ηρωϊκά, επικεφαλής των στρατιωτών του, που αποδεκατίζονται απ’ τα εχθρικά βόλια. Σε μια στιγμή της μάχης μια σφαίρα του διατρυπά τα δύο μάγουλα. με γεμάτο το στόμα του αίμα από το τραύμα του, θα πει αυτά τα λόγια στους συμπολεμιστές του : “Περίμενα πολλές τιμές, από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου”. Ενώ μεταφέρεται αιμόφυρτος στο προσωρινό νοσοκομείο ένα δεύτερο βόλι τον βρήκε στο στόμα. Ο Μαβίλης κείτεται νεκρός , ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής σκεπασμένος με τον ματωμένο μανδύα του. Έχει περάσει πλέον στην αιωνιότητα κερδίζοντας: ΘΑΝΑΤΟ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΙΑ, όπως το ήθελε! Η ανάμνησή του στοιχειώνει στην ψυχή και στην ποίηση της γυναίκας που τόσο πολύ τον αγάπησε της Μυρτιώτισσας!
mavilistemplewf2
Αυτός ήταν ο Λορέντζος Μαβίλης! Μια μορφή ξεχασμένη από τους πολλούς στο πέρασμα του χρόνου, ζει μέσα στις καρδιές των αγνών Ελλήνων και φωτίζει με την θυσία του το δύσβατο μονοπάτι των ιδανικών και των οραμάτων τους!
                                                                    Πηγη: Εγκυκλοπαίδεια "Ήλιος"

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Η οροφή

του Γ. Βαφόπουλου

Καθώς είμαι κλεισμένος στην κάμαρα τούτη,
μελετώ τησ ψηλ'ησ οροφής
το μυστικό πιθανότερο νόημα.
Μπορεί από το κέντρο της
εν' άδειο να ελκύσει κεφάλι
"κατακορύφως".
Μπορεί να ραντίσει την κάμαρα
με του Ηλιογάβαλου
τα θανάσιμα ρόδα.
Μπορεί να κινήσει το πνεύμα
σε διαδρομή μυστική,
στο "χορό γύψινων μαιάνδρων".
Αλλά τώρα μου αποκαλύπτεται
της οροφής το βαθύτερο νόημα.
Τώρα
προς τα κάτω κινείται,
κατά μήκος των τοίχων,
δεινό της μοίρας μου έμβολο.
Ελκύεται
από ένα κεφάλι.
Συσπειρούμαι περίτρομος
να κινηθώ μες στο χώρο,
που κάθε στιγμή παραδίνεται.
Μ' απόγνωση τρέχω φωνάζοντας.
Όμως του τρόμου η φωνή
ν' αναχαιτίσει δεν δύναται
του πιεστηρίου την ολίσθηση.
Να μπορούσα, την κρίσιμη τούτη στιγμή,
σα λαστιχένιο μπαλόνι,
να ξεφουσκώσω.
Να μπορούσα
σαν ένα στρατσόχαρτο
να κολλήσω στο πάτωμα.
Ή να μπορούσα, τουλάχιστο,
ταπεινή κατσαρίδα,
να περιφέρομαι μέσα
στο ελάχιστο εκείνο κενό που θα μείνει,
στην οροφή και στο πάτωμα ανάμεσα.
Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες

της Μαρίας Πολυδούρη

Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν
όλα. Να φύγουν κι’ οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι’ όλα μου λείψαν
κ’ έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.

Να φύγουν όλοι! Ακάλεστοι κι’ ας ήρθανε με δώρα.
Τίποτα δεν εταίριασε στην εξαίσια γυμνότη
που με τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
που εμπρός τους με ταπείνωσαν ικέτη και δεσμώτη.

Τώρα προφητικά σημαίνει η μυστική καμπάνα
του «Δείπνου». Ο Μέγας Φίλος μου μηνά τη θέλησή του
ναρθή. Κι’ αν πάντοτε έλειπεν, όμως μεσ’ στην καρδιά του
άξια της πίστης μου έφεγγε τρισάξια η θύμησή του.

Για τη μεγάλη αναμονήν ετοιμασία θ’ αρχίσω.
Ζωντάνεψε στις φλέβες μου η ευγενική γενιά μου.
Τα χέρια μου της προσευχής, έτοιμα να συντρίψουν.
Φραγγέλιο η ασυμβίβαστη, περήφανη απονιά μου.

Κ’ έτσι θα νοιώσω, με σεμνά χαμηλωμένα μάτια,
να πέφτη από το βάθρο του κ’ ένας θεός ωραίος
που εύκολα με ψαλμούς λατρειάς βασίλεψε και μένει
ακόμα λαμπροστέφανος κι’ ανύποπτα μοιραίος.

Έρχεται! Ακούω που χτυπά πιο βιαστικά η καμπάνα.
Είμαι έτοιμη. Μονάχη της το τέλος αντικρύζει
πιο γρήγορο, στον πόθο της η τραγική ψυχή μου,
αμφίβολη αν τη πίστεψεν Αυτός που τη γνωρίζει.
 Οι θύρες

του Γ.Βαφόπουλου


Κρούω και τούτη τη θύρα.
Ο σιωπηλός θυρωρός υποκλίνεται,
τραβώντας το μάνταλο πρόθυμος.
Και πίσω μου πάλιν ακούγεται
ο τελευταίος ασπασμός των θυρόφυλλων.

Κι' άλλη μια θύρα, κι' ακόμα μιαν άλλη.
Το ίδιο ανοίγονται πρόθυμα,
το ίδιο στριγγλίζει το μετάλλινο φίλημα.

Πόσες θύρες νάχω τάχα περάσει
στον απέραντο τούτο διάδρομο;
Πόσα φράγματα εγκάρσια,
στην επάλληλη διαδοχή τους,
έκλεισαν πίσω μου;

Οι γυμνοί τοίχοι παράλληλοι τρίβουν
την παγωμένη τους ράχη
στης ανοιχτής μου παλάμης το ψάξιμο.

Κρυώνω. Και χτυπώ την επόμενη θύρα.
Κρυώνω. Και χτυπώ την επόμενη.

«Τῷ κρούοντι ανοιγήσεται».

Όμως δεν αρκεί
της θύρας μονάχα το χτύπημα.
Δεν αρκεί του σιωπηλού θυρωρού
η πρόθυμη υπόκλιση.


Το Όρος των Ελαιών

του Γ. Βαφόπουλου

(Εις εμαυτόν)

Στης γήινής σου πορείας το τέρμα σαν εγγίσεις
και των βημάτων σου διακόψεις τη γραμμή,
την υψηλή κ' επίσημη τούτη στιγμή
σκέψου καλά το χρέος σου πόχεις να εξοφλήσεις.

Πρόσεξε στις αδυναμίες σου μην ενδώσεις,
που τις εκμεταλλεύτηκες τόσο πολύ.
Καιρό δεν έχεις πια για νέαν αναβολή.
Είναι η στιγμή που τον εαυτό σου θα δικαιώσεις.

Αν όμως σε λυγίσει κάποια αδυναμία,
όταν θα σέρνεσαι προς τη Γεθσημανή,
πρέπει πως λιποψύχησες να μη φανεί,
κάμνοντας την ανάγκη σου φιλοτιμία.

Όχι λυγμοί και «το ποτήριον παρελθέτω...»
Κι' ούτε να πεις: «Ηλί, λαμά σαβαχθανί;»
Μια φορά πάει κανείς στη Γεθσημανή.
Σαν τέλειος θεατρίνος το ποτήρι πιε το.

Μην κάμεις στα στερνά καμιάν απροσεξία
κι' αηδιάσεις με κανένα μορφασμό.
Αν δεν παίξεις με τέχνη και θεατρινισμό,
χάνεις στερνά μαζί και την ευθανασία.


Η πόλις

του Κ.Π.Καβάφη

Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γή, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -- σαν νεκρός -- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -- μη ελπίζεις --
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γή την χάλασες.
Αιωνιότης

του Κ.Π.Καβάφη

Ο Ινδός Aρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος και πράος,
μισούσε τες σφαγές. Ποτέ δεν έκαμνε πολέμους.
Πλην του πολέμου ο φοβερός θεός δυσηρεστήθη —
(λιγόστεψεν η δόξα του, άδειασαν οι ναοί του) —
και μπήκε με θυμό πολύ στου Aρσούνα το παλάτι.
Ο βασιλεύς φοβήθηκε και λέει· «Θεέ μεγάλε,
συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ ζωή να πάρω ανθρώπου».
Με περιφρόνησι ο θεός απήντησε· «Aπό μένα
νομίζεσαι πιο δίκαιος; Με λέξεις μη γελιέσαι.
Καμιά ζωή δεν παίρνεται. Γνώριζε πως ποτέ του
μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς πεθαίνει».

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

if...
του Μανόλη Αναγνωστάκη

Αν - λέω αν...

αν όλα δε συνέβαιναν τόσο νωρίς

η αποβολή σου απ' το Γυμνάσιο στην Ε΄ τάξη,

μετά Χαϊδάρι, Αι-Στράτης, Μακρονήσι, Ιτζεδίν,

αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλοαθρίτιδα

ύστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακής

με δύο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωση

αποκηρύξεως όταν σ' απομονώσαν στο Ψυχιατρείο

αν - σήμερα λογιστής σ' ένα κατάστημα εδωδίμων-



άχρηστος πια για όλους, στιμμένο λεμόνι,

ξοφλημένη περίπτωση, με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες,

αν - λέω αν...

με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικά

ή από μια τυχαία σύμπτωση, όπως σε τόσους και τόσους

συμμαθητές, φίλους, συντρόφους - δε λέω αβρόχοις ποσί

αλλά αν...

(Φτάνει. Μ' αυτά δε γράφονται τα ποιήματα. Μην επιμένεις.

'Aλλον αέρα θέλουν για ν' αρέσουν, άλλη ''μετουσίωση''.


Το παραρίξαμε στη θεματογραφία).