του Σπήλιου Παπαγιαννόπουλου
Λιωμένη, μου είπες " η ζωή είναι μικρή
πως να προλάβω, όσο μπορώ, να σ αγαπήσω ";
Κι εγώ με γεύση στα δυό χείλια ολοπικρή,
διπλοδαγκώθηκα, γιά να μη σού απαντήσω.
Αφηρημένη μού είπες "τι είναι η ζωή ;
ένα χαμόγελο ονείρου, πού σκοτώνει",
πού η αγωνία με σεργιανάει βράδυ, πρωί
μακριά, ως τη λύτρωση, χωρίς να με λυτρώνει.
Βαριεστημένη, μού είχες πεί ότι η ζωή
ή να μαζεύει, θάπρεπε, ή να ξεχειλώνει,
πού έχω αφεθεί μες στη βαθιά σου αναπνοή,
τυφλό σκαρί, χωρίς πυξίδα καί τιμόνι.
Κλαίγοντας μού είπες, πως βαστάει πολύ η ζωή
καί άμποτε νάφτανε το τέλος το ορισμένο,
πού αργοπεθαίνω κάθε κούφια σου στιγμή,
σώμα στο χρόνο σου απρόσκλητο καί ξένο.
Τον πυρετό, πού έχεις ναυλώσει γιά αντικρύ,
δεν είναι τρόπος στά ρηχά μου να βυθίσω.
Γελώντας μού είπες " η ζωή είναι μικρή "...
καί μού σαλπάρισες, αφήνοντάς την πίσω.
Λιωμένη, μου είπες " η ζωή είναι μικρή
πως να προλάβω, όσο μπορώ, να σ αγαπήσω ";
Κι εγώ με γεύση στα δυό χείλια ολοπικρή,
διπλοδαγκώθηκα, γιά να μη σού απαντήσω.
Αφηρημένη μού είπες "τι είναι η ζωή ;
ένα χαμόγελο ονείρου, πού σκοτώνει",
πού η αγωνία με σεργιανάει βράδυ, πρωί
μακριά, ως τη λύτρωση, χωρίς να με λυτρώνει.
Βαριεστημένη, μού είχες πεί ότι η ζωή
ή να μαζεύει, θάπρεπε, ή να ξεχειλώνει,
πού έχω αφεθεί μες στη βαθιά σου αναπνοή,
τυφλό σκαρί, χωρίς πυξίδα καί τιμόνι.
Κλαίγοντας μού είπες, πως βαστάει πολύ η ζωή
καί άμποτε νάφτανε το τέλος το ορισμένο,
πού αργοπεθαίνω κάθε κούφια σου στιγμή,
σώμα στο χρόνο σου απρόσκλητο καί ξένο.
Τον πυρετό, πού έχεις ναυλώσει γιά αντικρύ,
δεν είναι τρόπος στά ρηχά μου να βυθίσω.
Γελώντας μού είπες " η ζωή είναι μικρή "...
καί μού σαλπάρισες, αφήνοντάς την πίσω.