Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

 Όταν θα πάμε στη δική μου χώρα

Γιώργου Δελή


Καὶ κάποτε σὰν πᾶμε στὴ δική μου χώρα
— ζευγάρι οἱ δυό μας μὲ τοῦ ὀνείρου τὰ στεφάνια —
τῆς μυστικῆς μου ἀγάπης τὰ πιὸ σπάνια
καὶ πλούσια ἐκεῖ φυλάω γιὰ σένα δῶρα.
Προκοσμικὰ βαθύσκιωτα περβόλια,
ροδοζωσμένα, χρυσομάρμαρα παλάτια,
ἀπέραντα ἀνθολίβαδα, ἀνεμόποδα ἄτια,
καὶ στὰ βαθιά μου ἀπάγκια ἀραξοβόλια,
χρυσάρμενα καράβια τριπλοφτερωμένα
μᾶς καρτεροῦν γιὰ τὰ πιὸ ὡραῖα ταξίδια,
κι ἔχω τοῦ κόσμου ὅλα τ' ἀτίμητα στολίδια,
καὶ μιὰ κορόνα ρηγικιὰ — κι ὅλα γιὰ σένα.
Καὶ σὰ θὰ φύγομε γιὰ τὴ δική μου χώρα,
θὰ σὲ προσμένω ἀρόδου σὰ θὰ ξημερώνει,
μὲ τὸ μαϊστράλι πρίμα, δίπλα στὸ τιμόνι,
καὶ θἄρθεις μόνη, ταξιδιώτισσα ἀσπροφόρα.
Καὶ μεσοπέλαα κάπου θὰ ξεσπάσει ἡ μπόρα,
θὰ βογκοτρίζουν οἱ καρένες θὰ σφυρὰν τὰ ξάρτια,
μὲς στ' ἀστραπόφωτο θ' ἀστράφτουν τὰ χρυσὰ κατάρτια,
καὶ θἄναι σὰν τοῦ κόσμου ἡ ὕστερη ὥρα.
Ὅμως ἐμεῖς, ὀρθοὶ στὴν πλώρη, τὴ μεγάλη
θενὰ τηρᾶμε πάλη τῶν κυμάτων γύρω,
ἀπὸ τὸ ἀδρὶ τῆς ἅρμης θὰ μεθᾶμε μύρο
καὶ θὰ σοῦ ἀνιστορῶ τῆς χώρας μου τὰ κάλλη.
Καὶ κάποτε, σὰ φτάσομε στὴ χώρα,
τὴ μαγιωμένη χώρα τὴ δική μου πέρα,
μὲς στὸ χρυσὸ λιοβρόχι θ' ἀντιλάμπει ἡ μέρα
καὶ θάναι σὰν τοῦ κόσμου ἡ πρώτη ὥρα.
Καὶ θάναι τῆς ἀγάπης μας ἡ πρώτη μέρα
γιορτῆς αὐγὴ καὶ σκόλη στῆς ψυχῆς τὴν πλάση,
καὶ προσευχῆς ἀμὴν καὶ εἰρήνη πάσι
ἡ πρώτη της ἀγάπης μας ἑσπέρα.
Καὶ θάναι τῆς ἀγάπης μας ἡ νύχτα ἡ πρώτη
βαθιὰ ὅσο γύρω ὁ ὕπνος τῶν κυμάτων
κι ἡδονεμένη ὅσο τὰ ρίγη τῶν θανάτων
στῶν πρώτων φιλημάτων τὴν αἰωνιότη.

 ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ

του Γιώργου Δελή


Κι όταν σε λίγο από τ’ απάνεμα λιμάνια πλέρια

στο πέλαο πέρα απλώσεις μόνο τα φτερά σου

και λάχω εμπρός σου και σου πω «πάρε άλλο δρόμο’ ή «στάσου»

πέρνα από πάνω μου κι ακολούθα τα δικά σου αστέρια.

 

Κι αν μεσοπέλαγα γροικήσεις των σειρήνων το άσμα

από τις ξέρες γύρω των παθών, τ’ αυτιά μη φράξεις.

Ανάμεσό τους πέρνα, πέρασε δίχως ν’ αράξεις

κι ό,τι δικό τους έχεις ρίχτο στο αφρισμένο χάσμα.

 

Και μην αράξεις πουθενά. Σε φούχτα το τιμόνι

κράτα ατσαλένια, είτε καράβι κυβερνάς ή σκάφη,

Τ’ είναι τα’ αράγματα όλο μνήματα και τάφοι

κι είναι δικός σου ο κόσμος όσο δεν τελειώνει.

                                                         Γ. Δελής