Πλανάσθε, είπε ο κατηγορούμενος
σας βεβαιώνω ονομάζομαι Κανένας.
Αν αμφιβάλλετε, ρωτήστε τον Πολύφημο
ήπιαμε κάποτε κρασί, θα με αναγνωρίσει.
Ο κύκλωπας τον κοίταξε πίσω απ’ το μονόκλ του.
Δεν φαίνεται προπέτης, παραδέχτηκε
απίθανο να είναι ο Οδυσσέας.
Διαόλου κάλτσα, μα το Δία, δεσποινίς
έσκυψε η Κίρκη στο αυτί της Ναυσικάς
ακόμα μια φορά θα μας τουμπάρει.
Πού να θυμόμαστε με τέτοια τρικυμία
κατέθεσαν η Σκύλα και η Χάρυβδη
τόσα καράβια πνίγαμε εκείνο τον καιρό
δεν είχαμε αρχείο ναυαγίων.
Σαν φάντασμα ξεφεύγει στον αιώνα
αναλογίστηκε η Καλυψώ
μα πώς να τον προδώσω στα στερνά
δεν παραγράφεται η Ωγυγία.
Αθώος, ανακοίνωσε ο Νέστορας
κάτω απ’ τις άναρθρες κραυγές των Λαιστρυγόνων.
Ποιος είμαι; ναρκισσεύτηκε ο ήρωας
στο πεζοδρόμιο της Ευελπίδων.
Αν δεν γελιέμαι ο Κανένας, τον συνέφερε
στις κάμερες μπροστά η Πηνελόπη.
Και μπαίνοντας στο αμάξι του Αντίνοου
τον άφησε στο έλεος των δημοσιογράφων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου