Σ’ ένα χαράκωμα ζήσαμε χρόνια
στριμωγμένοι, άγρυπνοι, πάντα έτοιμοι
γιατί από παντού ερχόταν ο εχθρός.
Και κάθε μέρα πληθαίναν οι νεκροί.
‘Αλλοι σκοτώνονταν από τις σφαίρες,
άλλοι πεθαίναν απ' αρρώστειες,
άλλοι χάνονταν σε μυστικές αποστολές
δεν ξανακούγονταν ποτέ.
Κι όμως είχαμε συνηθίσει.
Στενός ο χώρος, πολύς ο θάνατος, μεγάλη η πίστη
οι κινήσεις σχεδόν καθορισμένες
οι συνομιλίες χαμηλόφωνες μα προσιτές
ισοπεδωμένες ανάγκες κι απολαύσεις -
Και τώρα εδώ πώς ξαναρχίζεις;
Σ’ αυτή την άπλα που σε πνίγει
εδώ μέσα στο πλήθος που βασιλεύει η μοναξιά
που οι χειρονομίες είναι απεριόριστες
και δεν υπάρχει παραλήπτης,
άοπλος, αβοήθητος, χωρίς το σώμα
έστω και του νεκρού συντρόφου σου που σε προφύλαγε
μες στις ατέλειωτες επιθυμίες
και τους πολύπλοκους κοινωνικούς μηχανισμούς.
Εδώ, στην πόλη αυτή, πώς συνηθίζεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου